- ευθυώνυξ
- εὐθυῶνυξ, ὁ, ἡ και εὐθυώνυχος, -ον (Α)(για ζώα) αυτός που έχει ίσια νύχια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ-* + όνυξ. Το -ω- λόγω τής συνθέσεως (πρβλ. ακρ-ώνυξ, γαμψ-ώνυξ, κοιλ-ώνυξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευθυ- — (ΑΜ εὐθυ ) α συνθετικό λέξεων, προερχόμενο από το επίθετο ή το επίρρημα. Στα σύνθετα τού ευθυ το α συνθετικό δηλώνει τις σημασίες α) ίσιος («ευθύγραμμος, «εὐθύβλαστος», «εὐθύπορος») β) δίκαιος, ορθός («ευθυκρισία, «ευθύδικος») γ) εύκολος,… … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek